ακατανάλωτος

ακατανάλωτος
-η, -ο
αυτός που δεν καταναλώθηκε, δεν ξοδεύτηκε: Πολλά εμπορεύματα έμειναν ακατανάλωτα εκείνη τη χρονιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακατανάλωτος — η, ο αυτός που δεν έχει καταναλωθεί ή δεν μπορεί να καταναλωθεί, να ξοδευτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καταναλωτός < καταναλίσκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”